Σε ποια γειτονιά
μεγάλωσες κύριε Μιχάλη;
Στην περιοχή της Καραβατιάς. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Η
καταγωγή μας είναι από το χωριό Ελληνικό των Ιωαννίνων.
Εκεί πρωτόπαιξες και
ποδόσφαιρο;
Όπως όλα τα παιδιά, ξεκινήσαμε το ποδόσφαιρο από τις αλάνες.
Ήταν οι ακαδημίες ποδοσφαίρου της εποχής μας (γελά…). Τότε, δεν υπήρχαν
πολυκατοικίες στα Γιάννινα. Ήταν χαμηλά σπίτια με αυλές. Στην αυλή μας παίζαμε
μπάλα και μετά στη γειτονιά. Πιο κάτω, εκεί που είναι σήμερα η Ζωσιμαία σχολή,
στην περιοχή της Αγίας Αικατερίνης, υπήρχε μια αλάνα που την κάναμε γήπεδο.
Κάθε Κυριακή δίναμε αγώνες, με ομάδες γειτονιών. Μάλιστα έρχονταν και κόσμος
για να δει τα παιχνίδια. Μιλώ για τη δεκαετία του ’40 με όλες εκείνες τις
δύσκολες καταστάσεις.
Πως έγινε η μεταγραφή
στην ομάδα του Αβέρωφ;
Αρχές της δεκαετίας του ’50, ο παιδικός μου φίλος Κώστας
Παπακοσμάς, είχε πάει στον Ατρόμητο Ιωαννίνων. Αυτό παρακίνησε και μένα να πάω
σε κάποια ομάδα της πόλης. Είχα συμμαθητή στο Γυμνάσιο, τον Κώστα Κρικώνη, που
τον έμαθε μετά όλη η Ελλάδα ως διαιτητή Α’ Εθνικής. Ο Κώστας ήταν
ποδοσφαιριστής στον Αβέρωφ και αυτός με πήγε στην ομάδα. Όλα αυτά κρυφά από τον
πατέρα μου, που δεν ήθελε να γίνουμε ποδοσφαιριστές. Πρόεδρος του Αβέρωφ ήταν ο
γιατρός Χαρίλαος Μάντζιος. Έπιασε τον πατέρα μου, τον καθησύχασε, λέγοντας ότι
θα με προσέχει αυτός και δεν θα γίνω αλήτης, καθώς υπήρχε τότε η αντίληψη ότι
με το ποδόσφαιρο ασχολούνται οι αλήτες.
Αβέρωφ και Ατρόμητος,
οι αιώνιοι αντίπαλοι. Έτσι δεν είναι;
Η πόλη ήταν χωρισμένη σε στρατόπεδα Αβερώφιων και
Ατρομήτιων. Ο Ατρόμητος ήταν πιο λαϊκό σωματείο και είχε περισσότερο κόσμο,
μάζευε φιλάθλους από Καλούτσιανη και από άλλες γειτονιές των Ιωαννίνων. Αυτή η
σκληρή αντιπαλότητα υπήρχε μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όπου έγιναν
οι συγχωνεύσεις και δημιουργήθηκε ο ΠΑΣ Γιάννινα. Σε ορισμένα ματς έγιναν και
επεισόδια. Όλη η Χωροφυλακή ήταν στο πόδι. Εμείς οι ποδοσφαιριστές βγαίνουμε
μαζί στην πόλη, για να κατευνάσουμε τα πνεύματα. Στο γήπεδο σκοτωνόμασταν, αλλά
το βράδυ διασκεδάζαμε μαζί. Με τον Κώστα Παπακοσμά, ο οποίος μετά έπαιξε και
στον ΠΑΣ Γιάννινα, είμαστε φίλοι μέχρι τώρα. Στο γήπεδο αντίπαλοι, αφού ήταν
στον Ατρόμητο, αλλά έξω φίλοι. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα. Λίγο πολύ, όλοι
στην ίδια μοίρα ήμασταν. Με τον σέντερ φορ του Ατρόμητου, τον Αλέξη Ζώη, μεγαλώσαμε
στην ίδια γειτονιά. Ένας τείχος χώριζε τα σπίτια και τις αυλές μας. Μερικές
φορές ξεντυνόμασταν στο σπίτι και πηγαίναμε παρέα στο γήπεδο για το μεγάλο
ντέρμπι. Οι μανάδες μας έβγαιναν στη εξώπορτα και μας ξεπροβοδούσαν, κάνοντας
τον σταυρό να γυρίσουμε καλά πάλι στο σπίτι και να μην χτυπήσουμε.
Ωραίες στιγμές αυτές.
Είχαμε και τραγούδια μεταξύ των φιλάθλων. Μόλις βγαίναμε
εμείς στο γήπεδο, οι φίλαθλοί μας τραγουδούσαν: «σαν βγαίνει μέσα στο στάδιο η
κίτρινη φανέλα όλους τους πιάνει πανικός και τον Ατρόμητο τρέλα…». Το ίδιο
έλεγαν με αλλαγή των ονομάτων και οι φίλαθλοι του Ατρόμητου.
Πως ήταν τότε το
στάδιο «Ζωσιμάδες»;
Στη δεκαετία του ’50, που άρχισα να αγωνίζομαι εγώ, δεν είχε
κερκίδες. Ο αγωνιστικός χώρος ήταν από χώμα. Υπήρχε μια παράγκα για αποδυτήρια.
Μισή είχαμε εμείς και μισή Ατρόμητος.
Έναν μικρό χώρο είχε μετά και ο Ολυμπιακός. Εκεί κοντά υπήρχε και μια εξωτερική
βρύση που πλενόμασταν. Αρχές του ’60 έγιναν οι πρώτες κερκίδες, γιατί θυμάμαι
τη σεζόν 1962-63 που φτάσαμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος, υπήρχε κόσμος
στην μικρή κερκίδα που είναι σήμερα η μικρή σκεπαστή στο στάδιο «Ζωσιμάδες».
Δεξιά ο Μιχάλης Σιόντης σε αγώνα παλαιμάχων στη δεκαετία του '80 με τον παλιό συμπαίκτη του Γιάννη Κώττη
Κύριε Μιχάλη, ποια
ήταν τα στέκια των παικτών;
Παντού πηγαίναμε για διασκέδαση. Περισσότερο στην ταβέρνα
του Πάνου, όπως την έλεγαν. Επίσης πηγαίναμε στην «Τριάνα», ένα μαγαζί που είχε
ο Πάνος Τσίτος στην Καλούτσιανη. Συχνάζαμε και στα καφενεία. Ένα ωραίο κέντρο
ήταν στο Άλσος που έφερνε και καλλιτέχνες από Αθήνα, όπως Γούναρη, Πολυμέρη, Τόνη
Μαρούδα και άλλους. Μια φορά έγινε και διαγωνισμός ταλέντων. Σε μια τέτοια
εκδήλωση βρέθηκα με τον Παπακοσμά και με άλλους φίλους. Επειδή ήμασταν στο
ποδόσφαιρο γνωστά ονόματα, μας έβαλαν πρώτο τραπέζι. Ο Νίκος Παπαστύλος, που
στη δεκαετία του ’70 ήταν και σύμβουλος της ΕΠΟ, για να μας κάνει πλάκα, έδωσε
τα δικά μας ονόματα στον κομφερασιέ, ότι τάχα θέλαμε και εμείς να λάβουμε μέρος
στον διαγωνισμό τραγουδιού. Και ενώ καθόμασταν αμέριμνοι στο τραπέζι, φώναξαν
τα ονόματά μας να σηκωθούμε να τραγουδήσουμε! Στο χαρτάκι που έδωσε ο
Παπαστύλος σε έναν υπεύθυνο του διαγωνισμού, που δεν ήταν Γιαννιώτης, έγραψε
ότι εμείς ήμαστε μέλη τοπικού μουσικού συγκροτήματος, με την ονομασία «τρίο Καραβατιάς»,
επειδή γειτονιά μας ήταν η Καραβατιά. Γελούσαν όλοι που μας ήξεραν, εμείς
μείναμε άγαλμα.
Οι καντάδες και
το…νυφοπάζαρο!
Έχω ακούσει και
ιστορίες για καντάδες στις γειτονιές.
Στα νιάτα μας, τα Γιάννινα δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Ήταν
μια μικρή επαρχιακή πόλη με γραφικές γειτονιές. Φυσικά και κάναμε καντάδες σε
όλες τις γειτονιές και ειδικά εκεί που υπήρχαν οι κοπέλες που είχαμε στο μάτι. Πηγαίναμε
στο Αρχιμανδριό, στην Καραβατιά, στη Λούτσα, στην Καλούτσιανη, παντού. Πιστεύω
να έχεις ακούσει και για το νυφοπάζαρο…
Ναι, έτσι έλεγαν την
βόλτα;
Όλες οι κοπέλες και τα αγόρια των Ιωαννίνων, έκαναν βόλτα
στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων. Γι’ αυτό το έλεγαν νυφοπάζαρο. Οι κοπέλες
που ήταν για παντρειά, έβγαιναν στη βόλτα για να τις δουν τα αγόρια και να τις
ζητήσουν μετά από τον πατέρα τους. Η βόλτα, το νυφοπάζαρο που λέμε, ήταν
θεσμός. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 υπήρχε στα Γιάννινα. Μετά σταμάτησε.
Σε ποιες περιοχές
υπήρχαν αλάνες για ποδόσφαιρο;
Σε κάθε γειτονιά υπήρχαν αλάνες. Από εκεί βγήκαν όλοι οι
παίκτες. Μία ήταν η δική μας στην περιοχή της Καραβατιάς και του Αρχιμανδρειού.
Όταν εκεί έχτισαν τη Ζωσιμαία σχολή, ένα κόσμημα για τα Γιάννινα, εμείς είχαμε
στενοχωρηθεί, γιατί χάσαμε τον χώρο που παίζαμε μπάλα. Στην περιοχή του
Κουραμπά ήταν επίσης ένα μικρό γήπεδο. Εκεί ήταν η γειτονιά του Καραμανωλάκη.
Μπάλα έπαιζαν τα παιδιά στην Καλούτσιανη, στα Ζευγάρια, στα Λιθαρίτσια, παντού.
Είχατε προπονητές,
σας μάθαιναν συστήματα;
Ο πιο μεγάλος παίκτης σε ηλικία έκανε και τον προπονητή.
Κάποια πράγματα μας είχε μάθει ο Κώστας Κόκκας, όταν είχε πάει για ένα διάστημα
στην ΑΕΚ. Εκεί έμαθε λίγο τακτική από έναν Άγγλο προπονητή. Ότι έμαθε το έλεγε
και σε μας.
Πότε παίξατε σε
επίσημους αγώνες;
Μετά το 1954 άρχισαν οι πανηπειρωτικοί αγώνες. Εκτός έδρας
πηγαίναμε με φορτηγά. Είχε και ο πατέρας μου φορτηγό. Μας έβαζε στην καρότσα
και πηγαίναμε σε Πρέβεζα, Λευκάδα, Άρτα. Θέλαμε τρεις με τέσσερις ώρες για να
φτάσουμε στην Πρέβεζα. Ήταν κακός δρόμος. Πάνω στην καρότσα του φορτηγού από το
τράνταγμα μας έβγαιναν τα συκώτια. Για να πάμε στη Λευκάδα, μας έπαιρνε ένα
σαπιοκάραβο από το λιμάνι της Πρέβεζας και μας πήγαινε στο νησί. Καραβοκύρης ήταν
ο σέντερ φορ του Τηλυκράτη, δεν θυμάμαι το όνομά του. Μας έκανε και πλάκα. Έλεγε
ότι αν δεν καθίσουμε να χάσουμε, στον γυρισμό θα μας έριχνε στη θάλασσα, να μας
φάνε τα ψάρια. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 που έγινε η Β’
Εθνική, πηγαίναμε με λεωφορείο σε ματς στα Τρίκαλα, Λάρισα, Έδεσσα, Λαμία,
Αθήνα και άλλες πόλεις.
Ποιο ήταν το πρώτο
μεγάλο παιχνίδι κυρ Μιχάλη;
Ήταν στις 22 Απριλίου 1956, όταν παίξαμε αγώνα Κυπέλλου με
την ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ήταν το καλύτερο παιχνίδι της καριέρας μου. Χάσαμε
με σκορ 4-1 αλλά κερδίσαμε τις εντυπώσεις. Μια δική μου εναέρια μονομαχία με
τον Μελισσή της ΑΕΚ την είχαν φωτογραφία όλες οι εφημερίδες. Την έχω σε μεγάλη
κορνίζα στο σπίτι. Έχω κρατήσει τα αποκόμματα από τις εφημερίδες. Τα ρεπορτάζ
έγραφαν ότι οι φίλαθλοι της ΑΕΚ χειροκρότησαν τους παίκτες της γιαννιώτικης
ομάδας. Στο γήπεδο ήταν και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που ήταν τότε υφυπουργός
Γεωργίας. Πριν απ’ αυτό το παιχνίδι, αλλά και μετέπειτα, κάθε Πάσχα και
Χριστούγεννα, έρχονταν αθηναϊκές ομάδες στα Γιάννινα και κάναμε τουρνουά.
Ποιοι παίξατε τότε
στη Φιλαδέλφεια;
Είχαμε τερματοφύλακα τον Παπακώστα, τον Δώρη όπως τον
φωνάζαμε. Στις υπόλοιπες θέσεις ήμουν εγώ ως αμυντικό χαφ και οι Μακρής,
Λάμαρης, Σδράβος, Κλήμης, Κώττης, Σαρέας, Παπαδημητρίου, Παπαδόπουλος και
Κρικώνης. Διαιτητής ήταν ο παλιός διεθνής τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, ο
Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, ο «Ζαμόρα» όπως τον έλεγαν. Μεγάλους παίκτες είχε
και η ΑΕΚ όπως Σεραφείδη, Παραγυιό, Πούλη, Κανάκη, Κουρτίδη, Χανιώτη και
άλλους. Ο Χανιώτης μας έβαλε και τα τέσσερα γκολ.
Η γνωριμία με τον
Νεστορίδη
Με τον Νεστορίδη,
έπαιξες αντίπαλος; Σας είδα το 2017 στην Πρέβεζα, τα λέγατε για αρκετή ώρα.
Παίξαμε αντίπαλοι σε ένα φιλικό παιχνίδι. Όταν παίξαμε το
1956 τον αγώνα Κυπέλλου με την ΑΕΚ, πριν ξεκινήσει ο αγώνας είχε ανακοινωθεί
από τα μεγάφωνα ότι είχε ολοκληρωθεί η μεταγραφή του Νεστορίδη από τον
Πανιώνιο, μετά από διετή αποχή και ότι από τη νέα σεζόν 1956-57, θα ήταν
παίκτης της ΑΕΚ. Το γήπεδο είχε ξεσπάσει σε χειροκροτήματα, γιατί ο Νεστορίδης
ήταν από τους μεγαλύτερους παίκτες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό του έλεγα
στην Πρέβεζα και συγκινήθηκε.
Τον αδελφό σου,
Γιώργο Σιόντη, μετέπειτα ιστορικό αρχηγό του ΠΑΣ, εσύ τον παρακίνησες να γίνει
ποδοσφαιριστής;
Μόνος του ξεκίνησε. Έπαιζε κρυφά ποδόσφαιρο από μένα και τον
πατέρα μας. Ο πατέρας μας για μένα έκανε μια υποχώρηση, αλλά για τον Γιώργο
ήταν αρνητικός, δεν ήθελε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Μια φορά πήγα με το
ποδήλατο βόλτα στην Κατσικά, όπου είχε φιλικό η Θύελλα με τα τσικό του Αβέρωφ.
Και εκεί βλέπω τον Γιώργο να είναι ξεντυμένος για τον αγώνα. Μόλις με είδε πήγε
να φύγει, γιατί εγώ ήμουν μεγαλύτερος και θα τους τις έβρεχα. Του λέω μην
φεύγεις, παίξε τον αγώνα και θα τα πούμε το βράδυ στο σπίτι. Το βράδυ έγινε
μάχη στο σπίτι, αλλά μετά επενέβησαν πάλι οι παράγοντες του Αβέρωφ και
υποχώρησε ο πατέρας μου.
Πως έγινε η μεταγραφή
του στον Ολυμπιακό;
Ο Γιώργος ήταν μεγάλο ταλέντο, έπαιζε σε όλες τις θέσεις. Σε
ηλικία 16 χρονών έπαιξε με τον Αβέρωφ στη Β’ Εθνική. Παίξαμε τέσσερα χρόνια
συμπαίκτες στον Αβέρωφ. Η φήμη του έφτασε μέχρι τις ομάδες των Αθηνών. Στον
Απόλλωνα ήταν πρόεδρος ο Οικονόμου, Ηπειρώτης στην καταγωγή. Αυτός έκανε και
την μεταγραφή του Τσανακτσή το 1955. Ενώ ήταν να πάει στον Απόλλωνα, τελικά τον
πήρε ο Ολυμπιακός. Τον περίμεναν στο αεροδρόμιο και τον πήγαν στον Πειραιά για
να υπογράψει το δελτίο. Εγώ τον συμβούλευσα να πάει πρώτα στον Απόλλωνα, που
ήταν μικρότερη ομάδα και μετά να πάει στον Ολυμπιακό, όπως έκανε και ο Τσανακτσής.
Δεν με άκουσε. Πήγε απευθείας από τον Αβέρωφ στον Ολυμπιακό. Και εκεί θα
έπαιζε, αλλά στάθηκε άτυχος. Τον χτύπησε σε μια προπόνηση ο Αγανιάν. Σοβαρός
τραυματισμός που τον άφησε πίσω. Μεγάλη καριέρα έκανε μετά στον Βύζαντα και στη
συνέχεια στον ΠΑΣ Γιάννινα.
Πως είναι να παίζεις
με τον αδελφό σου στην ίδια ομάδα;
Μια εποχή ο Αβέρωφ ήταν ομάδα λίγων οικογενειών. Ήταν στην
βασική ενδεκάδα οι αδελφοί Σιόντη, Τζαμάκου, Κρικώνη και Μπούλια. Παίζαμε σαν
να μην γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Εγώ ως μεγαλύτερος, προστάτευα τον Γιώργο,
ειδικά σε παιχνίδια που οι αντίπαλοι του έπαιζαν σκληρά. Δεν τον ξεχώριζα όμως από
τους άλλους συμπαίκτες. Και αν έκανε κανένα λάθος, από μένα άκουγε πρώτα τα
μπινελίκια. Ακόμη και τώρα, όταν θέλουν κάποιοι να τον πειράξουν, του λένε ότι
«αν δεν υπήρχε ο Μιχάλης, μια ζωή θα έπαιζες μπάλα στην Καραβατιά…».
Η μεγαλύτερη διάκριση
με τη φανέλα του Αβέρωφ;
Ήταν η σεζόν 1962-63 που φτάσαμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου
Ελλάδος. Αποκλείσαμε Απόλλωνα Αθηνών, Ολυμπιακό Κοζάνης, ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης. Δεν
πήγαμε τελικό, καθώς σε νοκ άουτ αγώνα, χάσαμε από τον Πιερικό στην Κατερίνη. Ο
Αβέρωφ ήταν η πρώτη ομάδα από τη Δυτική Ελλάδα που έφτασε για πρώτη φορά μια
ανάσα από τον τελικό Κυπέλλου.
Τι κέρδισες από το
ποδόσφαιρο;
Μόνο την αγάπη του κόσμου. Αυτό με βοήθησε και στην
επαγγελματική καριέρα μου, ως στέλεχος τραπεζών. Δεν υπήρχαν οικονομικές
απολαβές στα δικά μας χρόνια. Μέσω του ποδοσφαίρου γνώρισα πολλές χαρές στη ζωή
μου.